- ἐφύπερα
- ἐφύπερα [ῠ], τά,A upper floor, BGU1247.11 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφύπερα — ἐφύπερα, τὰ (Α) πάπ. οροφή, ταβάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο σύνθ. από τις προθέσεις επί + ὑπὲρ + κατάλ. πληθ. ουδ. α (πρβλ. δώματ α, πέρατ α)] … Dictionary of Greek